Το Μνημείο – προτομές με δυο από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της κυπριακής λογοτεχνίας,τον Δημήτρη Λιπέρτη και το Βασίλη Μιχαηλίδη, βρίσκεται επί της οδού Στροβόλου, μπροστά από το Δημοτικό Θέατρο Στροβόλου.

Ο ποιητής Δημήτρης Λιπέρτης γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1866. Το 1872 θα φοιτήσει στο Αλληλοδιδακτικό της Λάρνακας και ακολούθως στην Ελληνική Σχολή Λάρνακος από την οποία αποφοίτησε το 1880. Η συγκεκριμένη Σχολή πρόσφερε υψηλού επιπέδου μάθηση και οι απόφοιτοι της μπορούσαν να εξασκήσουν το διδασκαλικό επάγγελμα. Αργότερα θα ακολουθήσει ανώτερες σπουδές στη Βυρητό σπουδάζοντας αγγλικά και γαλλικά στην Αδελφότητα των Ιησουιτών και στο Αμερικανικό Κολλέγιο. Τις σπουδές του θα συμπληρώσουν τα μαθήματα φιλοσοφίας και λογοτεχνίας στην Αίγυπτο και στην Ιταλία αντίστοιχα, ενώ θα παρακολουθήσει και μαθήματα θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Με το τέλος των σπουδών του θα επιστρέψει στην Κύπρο, όπου και θα εργαστεί σε διάφορες κρατικές υπηρεσίες και ως καθηγητής σε σχολεία της Κύπρου. Στις πρώτες του ποιητικές συλλογές «Χαλαρωμένη Λύρα» (1891) και «Στόνοι»(1899) εκφράζεται ο έντονος ψυχικός πόνος από το χαμό των γονιών του σε διάστημα ενός χρόνου. Έως τα είκοσι του χρόνια ο Λιπέρτης έχασε τους γονείς του και τις τρεις αδελφές του. Η στροφή του στην Κυπριακή Διάλεκτο θα γίνει το 1918 όπου δημοσιεύτηκε ο πρώτος τόμος της τετράτομης ποιητικής συλλογής του «Τζυπριώτικα τραούδκια», ενώ το 1930 ακολούθησε η δημοσίευση του δεύτερου τόμου που προλογίστηκε από τον Κωστή Παλαμά. Αρκετά από τα ποιήματα του μελοποιήθηκαν από Κύπριους συνθέτες. Τιμήθηκε το 1931 με τον τίτλο «Officier d ‘ Academie» από τη γαλλική Ακαδημία. Ο Δημήτρης Λιπέρτης πέθανε το 1937 στη Λευκωσία. Το 1961 εκδόθηκαν σε ένα τόμο τα «Άπαντα» του Λιπέρτη.

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης γεννήθηκε το 1849 στο Λευκόνοικο. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε από το θείο του Χρύσανθο Παπακονόμου, ο οποίος ήταν ποιητής και ζωγράφος στο Δάλι. Από νεαρή ηλικία ο Μιχαηλίδης έδειξε την έφεση του στη ζωγραφική και για το λόγο αυτό ο πατέρας του αποφασίζει να τον στείλει να παρακολουθήσει μαθήματα αγιογραφίας στην Αρχιεπισκοπή της Λευκωσίας, υπό την προστασία του θείου του Γιάννη Οικονομίδη, μετέπειτα μητροπολίτη Κιτίου . Κατά την παραμονή του στην Αρχιεπισκοπή Λευκωσίας, ο Μιχαηλίδης, κατόρθωσε παράλληλα με τα μαθήματα αγιογραφίας να αποκτήσει και ανώτερη σχολική μόρφωση. Με τη χειροτόνηση του θείου του σε Μητροπολίτη Κιτίου, ο έφηβος τότε Μιχαηλίδης θα τον ακολουθήσει στη Λάρνακα, όπου εκεί θα μυηθεί στην ποίηση. Σε αυτή τη φάση της ζωής του θα δημοσιεύσει τα πρώτα του έμμετρα κείμενα. Το 1875 θα επιχειρήσει να προχωρήσει σε ανώτερες σπουδές στη Νάπολη της Ιταλίας, χωρίς όμως αποτέλεσμα, εξαιτίας κυρίως των περιορισμένων οικονομικών του δυνατοτήτων. Το 1877 θα λάβει μέρος στην απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους, ενώ ένα χρόνο αργότερα επιστρέφει στην Κύπρο. Εγκαταστάθηκε στη Λεμεσό όπου άνεργος και άστεγος υποχρεώθηκε να ζει με τη βοήθεια της Μητρόπολης Λεμεσού. Την ίδια χρονιά, το 1884 εργάστηκε ως υπάλληλος στη φαρμακευτική του Δημοτικού Νοσοκομείου Λεμεσού και αργότερα ως επιστάτης του Νοσοκομείου. Την περίοδο της διαμονής του στη Λεμεσό ασχολείται ουσιαστικά και με την ποίηση εκδίδοντας το 1882 την πρώτη του ποιητική συλλογή «Η Ασθενής Λύρα», ενώ παράλληλα δημοσιεύει διάφορα πατριωτικά και σατιρικά ποιήματα στην εφημερίδα «Αλήθεια». Η πιο γνωστή του ποιητική συλλογή εκδίδεται το 1911 με την επωνυμία «Ποιήματα» στην οποία περιλαμβάνονται τα δύο μακροσκελή ποιήματα «9η Ιουλίου» και «Χιώτισσα». Ο Βασίλης Μιχαηλίδης έπειτα από αρκετά σοβαρά θέματα υγείας που αντιμετώπιζε αλλά και εξαιτίας του εθισμού του στο αλκοόλ, που τον βασάνιζε για χρόνια και που του στοίχισε ακόμη και την εργασία του στο Νοσοκομείο, θα πεθάνει μόνος και φτωχός σε πτωχοκομείο της Λεμεσού στις 8 Δεκεμβρίου του 1917. Παρόλα αυτά το έργο του Βασίλη Μιχαηλίδη αναγνωρίζεται μετά θάνατον με το να αναδειχτεί σε εθνικό ποιητή της Κύπρου.