Δίπλα ακριβώς από το νέο κτίριο της Αρχιεπισκοπής βρίσκεται η Παλιά Αρχιεπισκοπή, ένα κτίριο του 18ου αιώνα. Πλέον το κτίριο λειτουργεί ως Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Μουσείο Αγώνα. Μπροστά από το παλαιό κτίριο της Αρχιεπισκοπής βρίσκεται και η προτομή του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου Γ’.

Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος Γ’ γεννήθηκε το 1826 στο χωριό Πρόδρομος και υπήρξε ο τελευταίος αρχιεπίσκοπος της περιόδου της τουρκοκρατίας και ο πρώτος της περιόδου της αγγλοκρατίας. Σε νεαρή ηλικία έγινε δόκιμος μοναχός στη Μονή Τροοδίτισσας, όπου και διδάχθηκε τα πρώτα του γράμματα. Χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος το 1842 στην Ιερά Μονή Χρυσορογιάτισσας. Κατόπιν φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης, στη Ριζάρειο Ιερατική Σχολή και στη Θεολογική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου. Το 1865 επιλέγηκε ως Αρχιεπίσκοπος Κύπρου στη θέση του Μακαρίου του Α’. Το 1871 υπήρξε υποψήφιος για το θρόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ το 1889 του απονεμήθηκε το δίπλωμα του επίτιμου διδάκτορα της θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Εργάστηκε σκληρά για την επίλυση διαχρονικών προβλημάτων του νησιού, που σχετίζονταν κυρίως με θέματα της παιδείας, όπως την ίδρυση σχολείων στα χωριά και τις πόλεις της Κύπρου, ενώ συνέβαλε σημαντικά στην ίδρυση του Παγκύπριου Γυμνασίου το 1893. Παράλληλα με επισκέψεις του στην Κωνσταντινούπολη και την προσφυγή του στην Υψηλή Πύλη επιχείρησε την ελάττωση των φόρων που επιβάλλονταν στον κυπριακό λαό. Όταν το 1879 έφτασε στην Κύπρο ο πρώτος Άγγλος ύπατος αρμοστής της Κύπρου, ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος Γ’, με τις δηλώσεις του, τόνισε την ανάγκη για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, η οποία αποτέλεσε ουσιαστικά και το πρώτο επίσημο αίτημα από την πλευρά των Ελληνοκυπρίων. Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος Γ΄ πέθανε στις 22 του Μάη το 1900.