«Είμαι αληθινός σε αυτό που κάνω, χωρίς ψεύτικα τερτίπια, χωρίς χυδαιότητες και αυτό το νιώθει ο κόσμος. Για μένα το θέατρο είναι χαρά, κατάθεση ψυχής».
Γνήσιο κωμικό ταλέντο, με τεράστια υποκριτικά χαρίσματα, άσος στις μεταμφιέσεις και που όμως στην προσωπική του ζωή διακρινόταν για τη σεμνότητα, το ήθος και τη μεγάλη του αγάπη για την οικογένεια και την πατρίδα του. Αυτός ήταν ο Σωτήρης Μουστάκας. Παρόλο που στην καριέρα του ερμήνευσε και κλασικούς ρόλους , είχε ταυτίσει το όνομά του με τις κωμωδίες. Άλλωστε και ο ίδιος προτιμούσε την κωμωδία, την οποία και χαρακτήριζε ως «φάρμακο».

Γεννημένος στις 17 Σεπτεμβρίου του 1940 στις Κάτω Πλάτρες, της επαρχίας Λεμεσού, ήταν το τελευταίο παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας. Από μικρή ηλικία φάνηκε η κλίση του για τα καλλιτεχνικά, ακολουθώντας μουσικές σπουδές και μαθαίνοντας βιολί. Η μεγάλη του όμως αγάπη υπήρξε το θέατρο. Έχοντας ως ίνδαλμα του τον Τσάρλι Τσάπλιν πρωταγωνιστεί σε σχολικές παραστάσεις και φαντασιώνεται μια ανάλογη καριέρα στον κινηματογράφο. Η νεανική του παρόρμηση τον οδηγεί στα καμαρίνια του Νίκου Σταυρίδη , του οποίου ο θίασος έδινε παράσταση στη Λεμεσό. Ο νεαρός τότε Σωτήρης μιμείται τον Σταυρίδη στην παράσταση που μόλις είχε δει ζητώντας του να τον βοηθήσει όταν θα πήγαινε στην Αθήνα για να σπουδάσει θέατρο. Το ραντεβού όμως με το Νίκο Σταυρίδη θα έπρεπε να περιμένει ακόμα λίγο…
Σε ηλικία 15 ετών, ο Σωτήρης, όπως και τόσοι άλλοι συμμαθητές του, συμμετέχει ενεργά στον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ , μοιράζοντας φυλλάδια και γράφοντας συνθήματα στους τοίχους. Συνελήφθη από τους Άγγλους και φυλακίστηκε για επτά μήνες, επτά μήνες που φαίνονταν αιωνιότητα για τον νεαρό μαθητή καθώς τον κρατούσαν μακριά από το όνειρό του…

Το 1958 με το τέλος των σπουδών του στην Εμπορική Ακαδημία Λεμεσού και παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του μεταβαίνει στην Αθήνα για να κυνηγήσει το όνειρό του. Στις πρώτες εξετάσεις για τη δραματική σχολή στο Εθνικό Θέατρο αποτυγχάνει. Η αγάπη του όμως για την υποκριτική ήταν πολύ μεγάλη για να την εγκαταλείψει τόσο εύκολα. Άλλωστε στη ζωή του έμαθε να είναι αγωνιστής. Εργάζεται ως γκαρσόνι για να βγάζει τα προς το ζην , ενώ παράλληλα δίνει για δεύτερη φορά εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο, όπου και καταφέρνει να περάσει. Στο Εθνικό Θέατρο γνωρίζει και τη γυναίκα της ζωής του Μαρία Μπονέλου, με την οποία αποκτά μια κόρη. Την ίδια περίοδο δίνει εξετάσεις και περνά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ο Μουστάκας έπαιξε σε δεκάδες τηλεταινίες, κινηματογραφικές ταινίες και πολλές θεατρικές παραστάσεις. Σπουδαία υπήρξε η ερμηνεία του στην ταινία «Ο νομοταγής πολίτης» , την οποία ο ίδιος ο Μουστάκας θεωρεί την καλύτερη που έχει γυρίσει στην καριέρα του, και ο ρόλος του τρελού στην ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Ζορμπάς» (1964), η οποία του προσφέρει διεθνή αναγνώριση. Μάλιστα εξασφαλίζει πρόταση για να συμμετάσχει σε μια ταινία στο Χόλλυγουντ. Ο ίδιος όμως θα προτιμήσει την Ελλάδα και το θέατρο. Υπήρξε μια χαμένη ευκαιρία για διεθνή καριέρα και αναγνώριση; Ίσως, ποιος ξέρει; Η συμμετοχή του όμως στην Επίδαυρο στις κωμωδίες του Αριστοφάνη «Θεσμοφοριάζουσες» και «Ειρήνη» δεν μπορούν να μην θεωρηθούν πολύ σημαντικές για την καριέρα του ως ηθοποιός. Ο Μουστάκας ίδρυσε τη δική του θεατρική εταιρεία το 1976 και ανέβασε πλήθος επιτυχημένων παραστάσεων. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στις επιθεωρήσεις καθώς ήταν ηθοποιός με άνεση στον αυτοσχεδιασμό.

Τιμήθηκε με σημαντικές διακρίσεις. Ξεχωρίζουν το βραβείο «Παναθήναια» (1994) για την ερμηνεία του στο « Άμλετ», το βραβείο της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων (1996) για το ρόλο του στην επιθεώρηση «Οι Δύο Δουλειές» και το βραβείο του Κάρολου Κουν (2003) για τη συνολική του συνεισφορά στην ελληνική επιθεώρηση.
Η τελευταία συμμετοχή του Σωτήρη Μουστάκα στον κινηματογράφο ήταν μαζί με το Λάκη Λαζόπουλο στην ταινία «Ελ Γκρέκο» (2007). Μάλιστα στη συγκεκριμένη ταινία είχε δεχτεί να παίξει με τον όρο να μην πληρωθεί. Ο Μουστάκας δεν πρόλαβε να δει την πρεμιέρα της ταινίας να βγαίνει στους κινηματογράφους. Ο μεγάλος Κύπριος ηθοποιός πέθανε στις 4 Ιουνίου του 2007 στην Αθήνα, ενώ ήταν ακόμη εν ενεργεία, συμμετείχε σε θερινή περιοδεία στην επαρχία με την αριστοφανική κωμωδία «Πλούτος». Τελευταία του επιθυμία ήταν να σκεπαστεί η σορός του με την ελληνική σημαία. Λιγότερο από τρεις μήνες αργότερα, φεύγει από τη ζωή και η σύζυγος του.
