Ίδρυμα «Άγιος Χαράλαμπος», η Σπιναλόγκα της Κύπρου

Στην Αγ. Παρασκευή Λευκωσίας, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Πανεπιστήμιο Κύπρου, υπήρχε παλιότερα η «Φάρμα Λεπρών» του νησιού. Το λεπροκομείο χτίστηκε το 1807-1808, από το Μέγα Δραγουμάνο Χατζηγεωργάκη Κορνέσιο. Μέχρι τότε δεν υπήρχε καμιά απολύτως περίθαλψη και φροντίδα προς τους ασθενείς, με αποτέλεσμα οι λεπροί να μένουν στους δρόμους και να ζητιανεύουν για ένα κομμάτι ψωμί. Μια μέρα ο Τούρκος Πασάς της Κύπρου συνοδευόμενος από τον Κορνέσιο περνούσε την Πύλη Αμμοχώστου στη Λευκωσία και είδε κάποιους λεπρούς να ζητιανεύουν. Ήταν παραμορφωμένοι και οι πληγές τους μύριζαν άσχημα. Ο Πασάς ενοχλημένος από την εικόνα και τη μυρωδιά διέταξε να τους τουφεκίσουν. Ο Κορνέσιος τον παρακάλεσε να τους λυπηθεί και σε αντάλλαγμα θα αναλάμβανε ο ίδιος την απομάκρυνσή τους. Έτσι, παραχώρησε το τσιφλίκι του έκτασης 500 στρεμμάτων κοντά στην Αγία Παρασκευή στη Λευκωσία για τόπο κατοικίας των λεπρών.

Το Λεπροκομείο επισημοποιήθηκε επί Αγγλοκρατίας μετά τη θέσπιση του Περί Λεπρών Νόμου του 1891, ο οποίος προέβλεπε την αναγκαστική απομόνωση των λεπρών, χωρίς όμως παράλληλα να λαμβάνεται πρόνοια για την περίθαλψη ή για τη νοσηλεία τους. Παρέμεινε στην πρώτη του θέση έξω από τη Λευκωσία μέχρι το 1955. Τότε η Αγγλική διακυβέρνηση αποφάσισε να μεταφέρει το Λεπροκομείο στη Λάρνακα, σε μια έκταση περίπου 100 στρεμμάτων γεμάτη πεύκα, κοντά στην Αλυκή. Αυτή η απόφαση όμως ελήφθη ερήμην των λεπρών, οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα. Στην Αγ. Παρασκευή είχαν φτιάξει το «χωριό» τους, εκεί ήταν ο τόπος τους, τα σπίτια, η ζωή τους. Εκεί είχαν και την εκκλησία τους την αφιερωμένη στον προστάτη των λεπρών Αγ. Χαράλαμπο, που ήταν γιατρός. Η απόφαση των Άγγλων όμως ήταν οριστική. Όταν οι εγκαταστάσεις του Λεπροκομείου μεταφέρθηκαν στη Λάρνακα, οι ασθενείς σήκωσαν πέτρα-πέτρα και πήραν μαζί τους και το εκκλησάκι τους, να έχουν πάντα δίπλα τους τον Άγιο Χαράλαμπο να τους προστατεύει.

Στη Λάρνακα οι λεπροί δημιούργησαν σιγά-σιγά το νέο τους σπίτι. Το νέο λεπροκομείο ονομάστηκε Στέγη 'Άγιος Χαράλαμπος'. Ο κάθε ασθενής είχε τον δικό του χώρο διαμονής, αλλά και ένα κομμάτι γης, που μπορούσε να καλλιεργήσει, να εκθρέψει ζώα και να ασχοληθεί με ό,τι θα έκανε και έξω από το ίδρυμα. Η Στέγη διέθετε ακόμα καφενείο, εστιατόριο, σινεμά, νοσοκομείο και φυσικά την εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους που ξαναχτίστηκε από την αρχή. Οι ασθενείς δεν ήταν έγκλειστοι στο λεπροκομείο. Μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα στη χώρα χωρίς περιορισμό μέχρι τα όρια της επικράτειας των υγιών. Το κράτος τους παρείχε μηνιαίο εισόδημα και 13ο μισθό, ενώ οι εσωτερικοί ασθενείς δικαιούνταν επίδομα ρουχισμού κάθε αρχή και τέλος του χρόνου, επίδομα υγραερίου κάθε μήνα και επίδομα Χριστουγεννιάτικου τραπεζιού.

Tα προνόμια αυτά βέβαια δεν τα απέκτησαν χωρίς κόπο και αγώνα. Από τη δεκαετία του 1910 με ηγέτη τους τον Χρίστο Σάββα (1895-1968) από την Απαισιά, οι λεπροί της Κύπρου άρχισαν να διεκδικούν με μεγαλύτερη επιμονή και μαχητικότητα τα δικαιώματά τους. Μάλιστα, το 1918 ομάδα ασθενών πραγματοποίησε πορεία προς το Κυβερνείο ζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και περισσότερα φάρμακα. Από τους αποικιακούς υπαλλήλους, σπουδαία μορφή ήταν ο Σουηδός αρχίατρος Χάϊντεσταμ, γεννημένος στην Αθήνα και σύζυγος Επτανήσιας, που μόχθησε για τους λεπρούς της Κύπρου. Μάλιστα, είχε προτείνει να μεταφερθεί το Λεπροκομείο στις Κλείδες νήσους, απέναντι από τον Απόστολο Ανδρέα, πρόταση που απορρίφθηκε ως ασύμφορη. Έτσι απετράπη η δημιουργία μιας Σπιναλόγκας της Κύπρου.

 

Στη Στέγη έφτασαν κάποτε να ζουν μέχρι και 150 ασθενείς και αρκετό ιατρικό προσωπικό. Σήμερα όμως έχει ερημώσει. Σε ολόκληρη την Κύπρο σήμερα υπάρχουν ελάχιστοι ασθενείς, που στην πλειοψηφία τους είναι άνω των ογδόντα ετών. Στο παλιό λεπροκομείο εξακολουθεί να υπάρχει και να λειτουργεί η εκκλησία του Αγ. Χαραλάμπους, όπου κάθε χρόνο τελείται μνημόσυνο στη μνήμη του ευεργέτη των λεπρών της Κύπρου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου και άλλων δωρητών.

Και λίγα λόγια για την ασθένεια. Η λέπρα, ή αλλιώς Νόσος του Χάνσεν, από τον Νορβηγό γιατρό που ανακάλυψε το συγκεκριμένο βακτήριο, είναι πανάρχαια ασθένεια που πρωτοεμφανίστηκε στα βάθη της Ασίας. Στη Μέση Ανατολή και στην Ελλάδα την μετέφεραν οι στρατοί του Ξέρξη και του Μ. Αλέξανδρου, και από εκεί στην Ευρώπη τα στρατεύματα των Ρωμαίων και αργότερα των Σταυροφόρων. Οι ασθενείς υποφέρουν από δερματικές αλλοιώσεις και παραμορφώσεις, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε έλκη, απώλεια οστού, τοπική αναισθησία, αναπηρία (π.χ. απώλεια δακτύλων). Στις επιπλοκές συγκαταλέγονται ηπατική, νεφρική ανεπάρκεια, ή ακόμα και τύφλωση. Η λέπρα δεν είναι κληρονομική ενώ η μεταδοτικότητά της είναι πολύ μικρή και εξαρτάται από εξωγενείς παράγοντες, όπως το κλίμα, η έλλειψη στοιχειωδών κανόνων καθαριότητας και υγιεινής και ο υπερπληθυσμός. Η μετάδοση της νόσου μπορεί να γίνει μέσω του δέρματος, της βλεννογόνου της ρινός, του πεπτικού και του αναπνευστικού συστήματος και των γεννητικών οργάνων. Τα συμπτώματά της όμως μπορούν να εμφανιστούν πολλά χρόνια μετά την προσβολή του οργανισμού και αυτό την καθιστά εξαιρετικά ύπουλη. Αρχικά εμφανίζονται κηλίδες και κοκκινίλες στο δέρμα καθώς και βλάβες στα νεύρα, τη μύτη, το φάρυγγα, τον λάρυγγα, τους οφθαλμούς ή τους όρχεις. Ακολουθούν συμπτώματα όπως πόνος, μούδιασμα, κάψιμο, ατονία και λεμφαδενοπάθεια. Η νόσος σταδιακά επεκτείνεται από έξω προς τα μέσα, με αποτέλεσμα την προσβολή των νεύρων, παρακείμενων και υποκείμενων ιστών και την εμφάνιση παραμορφώσεων με διάβρωση. Η λέπρα αυτή καθαυτή δεν είναι θανατηφόρα. Ο θάνατος επέρχεται από τις συνέπειές της, από μολύνσεις και τις κακουχίες που υφίσταται ο οργανισμός. Στις μέρες μας εξακολουθεί να εντοπίζεται κυρίως στην Ινδία, τη Λατινική Αμερική και την Αφρική όμως μπορεί πλέον να θεραπευθεί πλήρως.