Το μετάξι είναι μια από τις πολυτιμότερες υφαντικές ίνες ζωικής προέλευσης που βγαίνει από την κάμπια του μεταξοσκώληκα, όταν φτιάχνει το κουκούλι μέσα στο οποίο θα κλειστεί μέχρι να μεταμορφωθεί σε πεταλούδα. Στην αρχαιότητα η παραγωγή μεταξιού περιοριζόταν αποκλειστικά στην Κίνα. Σε κανένα άλλο πολιτισμό δεν γνώριζαν τον τρόπο παραγωγής του μεταξιού και αν κάποιος αποκάλυπτε τα μυστικά του μεταξοσκώληκα θα μπορούσε να εκτελεστεί ως προδότης. Το μονοπώλιο στην παραγωγή αυτού του πολύτιμου υφάσματος το καθιστούσε ιδιαίτερα ακριβό. Από την Κίνα προήλθε και η λέξη Σηροτροφία, η τέχνη δηλαδή εκτροφής μεταξοσκώληκα για την παραγωγή μεταξιού, καθώς η λέξη «ser» στα κινέζικα σημαίνει μεταξοσκώληκας.

Το μονοπώλιο αυτό διατηρήθηκε μέχρι και τον 5ο αιώνα μ.Χ. όπου η τέχνη της μεταξουργίας μεταδόθηκε στην Περσία. Τον 6ο αιώνα τα μυστικά του μεταξιού θα μεταφερθούν και στο Βυζάντιο. Σύμφωνα με βυζαντινούς συγγραφείς, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός έστειλε στην Κίνα δυο μοναχούς ειδικά για το μετάξι. Οι δυο μοναχοί, αφού παρακολούθησαν την όλη διαδικασία εκτροφής του μεταξοσκώληκα και παραγωγής του μεταξιού, φεύγοντας έκρυψαν μέσα στα κούφια μπαστούνια τους αρκετό μεταξόσπορο που τον μετέφεραν στο Βυζάντιο. Σταδιακά η τέχνη της μεταξουργίας ξέφυγε από τα ανάκτορα και εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ελλάδα και ειδικότερα την Πελοπόννησο. Παρόλα αυτά υπάρχει αναφορά για εισαγωγή του μεταξιού στην Ελλάδα ήδη από το Μέγα Αλέξανδρο, ο οποίος επιθυμώντας να ανακαλύψει το μυστικό της παραγωγής του μεταξιού, στέλνει κουκούλια στον δάσκαλό του, τον Αριστοτέλη, ο οποίος πρώτος από τους αρχαίους‘Έλληνες συγγραφείς στο έργο του «Των περί των ζωών ιστοριών» αναφέρεται στον μεταξοσκώληκα και στη διαδικασία μεταμόρφωσης του.

Αυτοκράτορας Ιουστινιανός (6ος αιώνας μ.Χ.)
Στην Κύπρο ο μεταξοσκώληκας και η παραγωγή μεταξιού εισήχθησαν κατά τα Πρωτοβυζαντινά χρόνια φτάνοντας στο σημείο να αποτελέσει ένα από τα κυριότερα εξαγωγικά προϊόντα του νησιού κατά τα μεσαιωνικά χρόνια, ειδικότερα την εποχή των Λουζινιανών βασιλιάδων. Ξένοι περιηγητές κάνουν λόγο για την ύπαρξη κυπριακού μεταξιού, καθώς και την λειτουργία εργαστηρίων υφαντικής. Ο Ηλίας ντε Πεσσάρο κάνει λόγο για την ύπαρξη ενεχυροδανειστηρίου στην Αμμόχωστο που δάνειζε χρήματα με εγγύηση προϊόντα όπως μαλλί και μετάξι, τονίζοντας με τον τρόπο αυτό την αξία του μεταξιού. Κατά τα τέλη της Φραγκοκρατίας η τέχνη της υφαντουργίας παρακμάζει και περιορίζεται με τη μορφή της οικοτεχνίας. Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα θα υπάρξει και πάλι μια ανάκαμψη στην τέχνη της μεταξουργίας με τη Λευκωσία να αποτελεί το κέντρο παραγωγής προϊόντων μεταξιού. Ο Αλεξάντερ Ντράμμοντ αναφέρει πως το μετάξι είναι το δεύτερο ως προς την αξία εξαγωγικό είδος μετά το κρασί. Περισσότερο ή λιγότερο μετάξι παρήγαγαν όλες οι περιοχές του νησιού, με τα πρωτεία όμως να τα κατέχουν οι περιοχές της Λαπήθου και της Κυθρέας, της Κακοπετριάς, του Κοιλανίου, της Πάφου και της Μεσαορίας. Οι περιοχές της Κυθρέας και της Λαπήθου παρήγαγαν ωραίο άσπρο μετάξι, ενώ η Πάφος κίτρινο μετάξι. Το μετάξι και τα προϊόντα του εξάγονταν στα ελληνικά νησιά, στην Ευρώπη και στην Αίγυπτο.

Ώθηση στη μεταξουργία δόθηκε κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας, όπου έγινε μια οργανωμένη προσπάθεια για εκσυγχρονισμό της σηροτροφίας. Οι Άγγλοι εντυπωσιασμένοι από την ποιότητα και την αυθεντικότητα του κυπριακού μεταξιού έκαναν προσπάθειες για αναβάθμιση όλων των σταδίων της τέχνης της μεταξουργίας, όπως ήταν η καλλιέργεια, η παραγωγή και η ύφανση. Μάλιστα για το σκοπό αυτό είχαν διοριστεί επιθεωρητές σηροτροφίας για τη διαφώτιση και την καθοδήγηση των παραγωγών. Παρά τις προσπάθειες όμως αυτές η μεταξουργία παρέμεινε τελικά στα παραδοσιακά πλαίσια της οικοτεχνίας.
Με την ευθύνη της αποικιακής αγγλικής κυβέρνησης και με τη συνεργασία ξένων ειδικών από την Ιταλία λειτούργησε τελικά το 1926 στη Γεροσκήπου, της επαρχίας Πάφου, μία από τις πρώτες μεγάλες βιομηχανίες που λειτούργησαν στην Κύπρο. Το μεταξουργείο επεξεργαζόταν την παραγωγή κουκουλιών ολόκληρης σχεδόν της επαρχίας Πάφου και εργοδοτούσε ένα μεγάλο αριθμό εργατριών από ολόκληρη την επαρχία. Η βιομηχανία λειτούργησε μέχρι και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Από εκεί και έπειτα η μαζική και τυποποιημένη παραγωγή προϊόντων και η διάθεση στην αγορά βιομηχανοποιημένων φθηνών υφασμάτων οδήγησε σταδιακά στην μείωση των μεταξωτών υφαντών και στην εγκατάλειψη της τέχνης της μεταξουργίας.

Μπορεί όμως η παραγωγή και η διάθεση μεγάλων ποσοτήτων προϊόντων μεταξιού σε κάποιο σημείο και έπειτα να σταμάτησε, όμως στην Κύπρο μέχρι και τη δεκαετία του ’70 όλα σχεδόν τα νοικοκυριά είχαν το δικό τους αργαλειό, όπου οι γυναίκες ύφαιναν τα προικιά και όλα τα χρειώδη της οικογένειάς τους. Με τα μεταξωτά υφάσματα ύφαιναν μια μεγάλη ποικιλία από χρήσιμα είδη, όπως μαντήλες, τραπεζομάντηλα, μαξιλαροθήκες, στρώματα, φορέματα κ.α. Αρκετές φορές για την ύφανση των μεταξωτών χρησιμοποιούσαν το μετάξι , όμως ως βάση για την ύφανση του χρησιμοποιούσαν ένα φθηνότερο νήμα, το λεγόμενο ιταρέ. Τα ολομέταξα ήταν εκείνα που υφαίνονταν εξολοκλήρου με μετάξι και ασφαλώς ήταν και ακριβότερα.

Σήμερα το μετάξι χρησιμοποιείται από οίκους υψηλής ραπτικής και θεωρείται ένα πολυτελές είδος υφάσματος. Είναι γνωστό για τα άριστα χαρακτηριστικά του και τις μοναδικές ιδιότητες του που το κάνουν να ξεχωρίζει από οποιαδήποτε άλλη υφαντική ίνα. Στην Κύπρο η τέχνη της μεταξουργίας έχει περάσει πλέον στη σφαίρα της λαϊκής παράδοσης . Μια προσπάθεια αναβίωσης της παραδοσιακής λαϊκής τέχνης γίνεται μέσα από το Κέντρο Κυπριακής Χειροτεχνίας, όπου σε ειδικά διαμορφωμένο εργαστήριο πεπειραμένες υφάντριες χρησιμοποιώντας παραδοσιακούς αργαλειούς αναβιώνουν όλα τα είδη υφαντών. Μουσείο Υφαντών βρίσκεται και στο χωριό Φυτή, της επαρχίας Πάφου.
Αξίζει να αναφερθεί πως ακόμη και με τη σημερινή εξέλιξη της επιστήμης το μετάξι δεν μπορεί να αντιγραφεί και να παραχθεί συνθετικά. Εδώ έγκειται και το μυστήριου του μεταξιού.
