
Ιερογλυφικά
Το πρωιμότερο σύστημα γραφής στην Κύπρο ήταν συλλαβικό, δηλαδή κάθε σύμβολο αντιστοιχούσε είτε σε ένα φωνήεν είτε σε συνδυασμό φωνήεντος και συμφώνου και εντάσσεται στην Ύστερη εποχή του Χαλκού. Οι ομοιότητες της γραφής αυτής με τη Μινωική Γραμμική Α αποδεικνύει τις στενές εμπορικές και πολιτισμικές σχέσεις της Κύπρου με τον Μινωικό πολιτισμό. Πρώτος ο Άγγλος αρχαιολόγος Άρθουρ Έβανς , ο οποίος έφερε στο φως το Ανάκτορο της Κνωσού που αποτελούσε και το κέντρο του μινωικού πολιτισμού, διαπίστωσε την ομοιότητα των δυο γραφών και διατύπωσε τη θεωρία πως η Κυπριακή γραμμική γραφή πηγάζει από την Κρητομινωική γραμμική γραφή Α’ και για το λόγο αυτό της έδωσε την επωνυμία Κυπρομινωική γραμμική γραφή. Ωστόσο η Κυπρομινωική γραφή φέρεται ήδη από την αρχή να είχε προσαρμοστεί στις ανάγκες της αρχαίας τοπικής γλώσσας αποκτώντας το δικό της χαρακτήρα. Δείγματα της πρώιμης αυτής γραφής εντοπίστηκαν σε αρχαίες πινακίδες στην Έγκωμη, όσο και στην Ουγκαρίτ της Συρίας, κάτι που υποδηλώνει τις εμπορικές συναλλαγές της Κύπρου με τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Το μέχρι σήμερα αρχαιότερο δείγμα έχει βρεθεί στην Έγκωμη και χρονολογείται στο 1500 π.Χ. Τόσο οι γνήσιες κυπρομινωικές επιγραφές όσο και οι επιγραφές που έχουν βρεθεί στην Ουγκάριτ είναι χαραγμένες πάνω σε πήλινες πινακίδες ψημένες σε κλίβανο, αλλά και σε λαβές πήλινων αγγείων. Η εμφάνιση της σε καθημερινά αντικείμενα υποδηλώνει και την ευρεία χρήση της, ότι δηλαδή δεν περιοριζόταν απλά σε επίσημα αρχεία. Αξίζει να αναφερθεί πως όπως και η Γραμμική Α’ έτσι και η Κυπρομινωική γραφή δεν έχουν ακόμη αποκρυπτογραφηθεί και η γλώσσα που εκπροσωπούν παραμένει αινιγματική.

Πήλινη πινακίδα με κυπρομινωική γραφή απο την Έγκωμη
Στον ελλαδικό χώρο η Γραμμική γραφή Α’ εγκαταλείπεται αμέσως με την πτώση του μινωικού πολιτισμού και αντικαθίσταται από τη Γραμμική γραφή Β και τον μυκηναϊκό πολιτισμό μέχρι και τα μέσα του 14ου αιώνα. Στην Κύπρο η Κυπρομινωική γραφή παρέμεινε σε χρήση μέχρι και τα μέσα του 12ου αιώνα, παρόλο που οι Μυκηναίοι ξεκίνησαν να καταφθάνουν στο νησί ήδη από τις αρχές του 14ου αιώνα. Το γεγονός αυτό εξηγείται με τη θεμελίωση και την ευρύτατη διάδοση της κυπρομινωικής γραφής. Η κυπρομινωική γραφή θα αντικατασταθεί από τη λεγόμενη κυπροσυλλαβική γραφή, η οποία αποτελούσε ένα είδος απλοποιημένης γραμμικής γραφής. Η διάδοση του νέου συστήματος γραφής παρατηρείται στις αρχές της κυπροαρχαϊκής περιόδου (750-475 π.Χ.). Η αποκρυπτογράφηση της κυπροσυλλαβικής γραφής έγινε το 1876 από τον Άγγλο ασσυριολόγο Τζωρτζ Σμιθ, γεγονός που οδήγησε αργότερα στην αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής γραφής Β. Η κυπροσυλλαβική γραφή αποκαλείται και αρκαδο-κυπριακή εξαιτίας της ομοιότητας της με τη διάλεκτο της Αρκαδίας στην Πελοπόννησο. Το μεγαλύτερο και το πιο αντιπροσωπευτικό κείμενο γραμμένο στην κυπροσυλλαβική γραφή αποτελεί η ορειχάλκινη πινακίδα του Ιδαλίου που σήμερα βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού. Παράλληλα από την περίοδο αυτή προκύπτουν κείμενα στην ετεοκυπριακή γραφή, δηλαδή στην αρχαία γλώσσα των κατοίκων της Κύπρου πριν από την άφιξη των Μυκηναίων στο νησί. Η ετεοκυπριακή γλώσσα δεν έχει ακόμη διαβαστεί.
Η κυπροσυλλαβική γραφή χρησιμοποιείται μέχρι και την Κυπροκλασσική περίοδο (3ος αιώνας π.Χ.), καθώς κατά την περίοδο αυτή κάνει την εμφάνιση του το ελληνικό αλφάβητο.

Η περίφημη πινακίδα του Ιδαλίου (5ος αιώνας π.Χ.) με εγχάρακτη επιγραφή στην κυπροσυλλαβική γραφή
Η πλήρης επικράτηση της ελληνικής αλφαβητικής γραφής και η εξαφάνιση της κυπροσυλλαβικής γραφής συντελείται στη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων. Αξίζει να αναφερθεί πως πέρα της ελληνικής γλώσσας στην Κύπρο χρησιμοποιήθηκαν και άλλες γλώσσες για την απόδοση κειμένων, όπως ήταν η φοινικική, κάτι που εξηγείται από την έντονη παρουσία των Φοινίκων στο νησί, η ασσυριακή σφηνοειδής γραφή, η αιγυπτιακή ιερογλυφική, καθώς και μεταγενέστερα η λατινική κατά την περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Επιγραφή απο αρχαία Σαλαμίνα