Στη σαρκοφάγο που δέχτηκε το σώμα του αυτοκράτορα χαράχτηκε η επιγραφή «Τους νίκησε όλους εκτός από μια γυναίκα».

Ο Νικηφόρος Φωκάς, ο στρατιώτης αυτοκράτορας, ανέβηκε στον θρόνο του Βυζαντίου το 963 μ.Χ. αφού παντρεύτηκε τη σύζυγο του εκλιπόντος αυτοκράτορα Ρωμανού Β', Θεοφανώ. Ο Φωκάς ήταν ένας πολύ ικανός στρατιωτικός, ο οποίος είχε ήδη πολλές επιτυχίες στο ενεργητικό του, με πιο σημαντική την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες το 961 και την επαναφορά της στη βυζαντινή κυριαρχία. Είχε όμως και διοικητικές ικανότητες, όπως φάνηκε από την διοικητική, στρατιωτική και θρησκευτική αναδιοργάνωση του νησιού μετά την ανακατάληψή του. Αυτές του οι ικανότητες ήταν που έκαναν τη Θεοφανώ να τον παντρευτεί, προσβλέποντας στην ασφάλεια που ο ευσεβής και αφοσιωμένος Φωκάς θα προσέφερε σε κείνη και τα παιδιά της. Πολύ σύντομα όμως τα συμφέροντά της άλλαξαν. Η Θεοφανώ συνωμότησε με τον ανιψιό του Φωκά και εραστή της Ιωάννη Τσιμισκή ώστε να σκοτώσουν τον αυτοκράτορα και τη θέση του να πάρει ο Τσιμισκής. Τη νύχτα της 10ης Δεκεμβρίου 969, οι δολοφόνοι που η Θεοφανώ είχε κρύψει μέσα στο γυναικωνίτη, καθοδηγούμενοι από τον Τσιμισκή σκότωσαν τον αυτοκράτορα την ώρα που κοιμόταν. Ο Φωκάς σαν γνήσιος στρατιωτικός δεν είχε ανάγκη την άνεση του κρεβατιού και κοιμόταν στο πάτωμα. Οι δολοφόνοι παραλίγο να μην τον βρουν, όμως τους τον έδειξε ένας αυλικός που ο Φωκάς εμπιστευόταν. Έτσι η προδοσία ολοκληρώθηκε και ο αυτοκράτορας δολοφονήθηκε. Το σώμα του πετάχτηκε από το παράθυρο και θάφτηκε κρυφά την επόμενη μέρα από κάποιους υπηρέτες του. Κηδεία δεν έγινε. Στη σαρκοφάγο που δέχτηκε το σώμα του αυτοκράτορα χαράχτηκε η επιγραφή «Τους νίκησε όλους εκτός από μια γυναίκα».

Αυτοκράτειρα Θεοφανώ

Αυτοκράτειρα Θεοφανώ

Στη σύντομη βασιλεία του ο Φωκάς έθεσε ως βασική κατεύθυνση της πολιτικής του τη συνέχιση των αγώνων εναντίον των Αράβων στην Ανατολή και την εδραίωση της βυζαντινής κυριαρχίας σε όλη τη Μεσόγειο και έως πέρα από τον ποταμό Ευφράτη. Στο πλαίσιο αυτό κατόρθωσε να απαλλάξει οριστικά την Κύπρο από την αραβική απειλή που την ταλάνιζε εδώ και δυόμιση αιώνες .

Η Κύπρος εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης αποτελούσε από παλιά στρατηγικό στόχο στον πόλεμο μεταξύ Αράβων και Βυζαντινών. Οι Άραβες είχαν κάθε λόγο να θέλουν να την καταλάβουν, προκειμένου να οικειοποιηθούν μία σημαντική ναυτική βάση στερώντας τη από τους Βυζαντινούς αλλά και αποκτώντας μια σημαντική πηγή ανεφοδιασμού. Έτσι το 647 ο εμίρης της Συρίας Μωαβία ξεκινά την πρώτη του εκστρατεία εναντίον της Κύπρου. Λέγεται ότι είχε μαζί του 1700 πλοία. Καταλαμβάνει εύκολα την πρωτεύουσα του νησιού Κωνστάντια (η αρχαία Σαλαμίνα) και στη συνέχεια εισβάλει στον νησί, λεηλατώντας το, σκοτώνοντας και αρπάζοντας πολλούς κατοίκους του. Στην Κύπρο επιβάλλεται καθεστώς συγκυριαρχίας μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων. Το νησί θα τηρούσε ουδετερότητα στις μεταξύ τους διαμάχες και οι δύο δυνάμεις θα μοιράζονταν τα έσοδα από τους φόρους που πλήρωναν οι κάτοικοι. Το 653/4 όμως ο Μωαβία επιστρέφει καταστρέφοντας για άλλη μια φορά το νησί και αιχμαλωτίζοντας πολλούς Κυπρίους. Στην Κύπρο, στην περιοχή της Πάφου, εγκαθίσταται αραβική φρουρά Η Κωνστάντια καταστρέφεται ολοσχερώς και δεν ξαναχτίζεται ποτέ.

Το 691 μ.Χ. μετά από νέο πόλεμο μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων, ο τότε αυτοκράτορας Ιουστινιανός ο Β' μεταφέρει τους Κύπριους στον Ελλήσποντο για να τους προστατέψει. Μια άλλη ερμηνεία βέβαια είναι ότι ήθελε να τους χρησιμοποιήσει σε διάφορες σημαντικές υπηρεσίες στην αυτοκρατορία, όπως στρατιωτικές, ναυτικές, ναυπηγικές, αλλά και να εκβιάσει τη μη καταβολή φόρων στους Άραβες με τη μετακίνηση του πληθυσμού. Η πόλη που κτίστηκε εκεί ονομάστηκε, προς τιμή του αυτοκράτορα, Νέα Ιουστιανιανούπολη ή Ιουστινιανή. Καθώς το αυτοκέφαλο της Κυπριακής Εκκλησίας παρέμεινε, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ονομάζεται έκτοτε "Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου", έστω κι αν ο τίτλος είναι καθαρά συμβολικός.

Άμεση ήταν η αντίδραση του χαλίφη Αμπντ Αλ Μάλικ, ο οποίος μετέφερε τον υπόλοιπο κυπριακό πληθυσμό από την Κύπρο στη Συρία. Η ενέργειά του αυτή σήμαινε ότι θεωρούσε τον πληθυσμό της Κύπρου ως υποκείμενο σε φορολογικές και άλλες υποχρεώσεις απέναντί του.

Η μεταφορά των Κυπρίων μακριά από την πατρίδα τους δεν κράτησε πολύ. Γύρω στο 705, κατόπιν συμφωνίας, επέστρεψαν και οι Κύπριοι από την Ιουστινιανούπολη αλλά και όσοι είχαν μεταφερθεί στη Συρία. Μαζί τους γύρισαν και Άραβες και εφαρμόστηκε πάλι το καθεστώς ουδετερότητας. Οι ταραχές όμως συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια. Οι αραβικές επιδρομές που κράτησαν περίπου δυόμιση αιώνες προκάλεσαν τεράστια προβλήματα στο νησί. Η γεωργική παραγωγή περιορίστηκε, το εμπόριο δε διεξαγόταν ομαλά, οι μεγάλες πόλεις καταστράφηκαν, η φορολογία αυξήθηκε, ο αριθμός των κατοίκων μειώθηκε, ενώ επικρατούσε ο φόβος και η ανασφάλεια.

Η κατάσταση αυτή κράτησε ως το 965. Τη χρονιά εκείνη, ο Νικηφόρος Φωκάς συνέτριψε το στόλο των Αράβων στις ακτές της Μικράς Ασίας, ενώ ο στρατηγός του, Νικήτας Χαλκούτσης απελευθέρωσε οριστικά την Κύπρο από τα χέρια των Αράβων. Η Κύπρος πλέον επανήλθε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και είχε για κυβερνήτη Βυζαντινό αξιωματούχο με τον τίτλο του Δούκα.

Οι περιπέτειες της όμως θα συνεχιστούν καθώς και οι νέοι άρχοντες θα χρησιμοποιήσουν το νησί για τις προσωπικές τους φιλοδοξίες...