
Ο Ανδρέας Ζάκος γεννήθηκε το 1932 στο χωριό Λινού, της επαρχίας Λευκωσίας, αλλά μεγάλωσε στο χωριό Λεύκα. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Λεύκας και στο Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας, ενώ αποφοίτησε από την Ελληνική Σχολή Σολέας. Στη συνέχεια εργάστηκε σαν υπάλληλος στη Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρεία. Από νεαρή ηλικία του άρεσε να μελοποιεί στίχους και διακρινόταν για την ευγενική προσωπικότητά του.
Παρόλη την προσπάθεια του μεγάλου του αδελφού Γεώργιου, να τον κρατήσει μακριά από τον αγώνα, ο Ανδρέας εντάσσεται από πολύ νωρίς στις τάξεις της ΕΟΚΑ και αγωνίζεται στην περιοχή της Σολέας, με αρχηγό τον Μάρκο Δράκο. Στις 15 Δεκεμβρίου του 1955, η ομάδα του Μάρκου Δράκου έστησε ενέδρα σε αγγλικό στρατιωτικό όχημα στο Μερσινάκι, κοντά στους αρχαίους Σόλους. Στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκε ο Χαράλαμπος Μούσκος, ο Μάρκος Δράκος αν και τραυματίας ξέφυγε, ενώ ο Ζάκος αιχμαλωτίστηκε μαζί με τον Χαρίλαο Μιχαήλ.
Στη δίκη του αποδέχτηκε την καταδίκη του με απόλυτη ψυχραιμία δίνοντας ο ίδιος θάρρος στα οικεία του πρόσωπα. Από το κελί του έζησε τη διαδικασία των πρώτων εκτελέσεων δια απαγχονισμού, των Μιχάλη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου. Ως τελευταία επιθυμία πριν από τον απαγχονισμό του , ζήτησε και άκουσε μουσική Μπαχ και Μπετόβεν. Στο τελευταίο γράμμα του προς τον αδελφό του Γιώργο γράφει : «Η ώρα του θανάτου πλησιάζει, μα στην ψυχή μας φωλιάζει η ηρεμία. Τη στιγμή αυτή ακούμε την Ηρωική Συμφωνία του Μπετόβεν. Στη θέση που βρισκόμαστε τώρα ούτε με το μικροσκόπιο δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε, πού υπάρχει η τραγωδία στον θάνατο. Τότε μόνο θα αισθανόμουνα λύπη, αν ήξερα ότι θα μπορούσα να μείνω για πάντα νέος κι αθάνατος, όταν απέφευγα την εκτέλεση. Νομίζω όμως ότι μόνο με την εκτέλεση θα μπορέσω να μείνω πάντα νέος κι αθάνατος. Πρώτα ή ύστερα πρέπει να διαθέσω τη ζωή μου. Δεν βλέπω πιο κατάλληλη περίσταση από την τωρινή, για να το κάνω».

Ο Χαρίλαος Μιχαήλ γεννήθηκε το 1936 στο χωριό Γαλήνη της Τυλληρίας. Είχε μόρφωση δημοτικού σχολείου και από νεαρή ηλικία ρίχτηκε στη βιοπάλη. Εργαζόταν ως υπάλληλος στην Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρεία και ήταν αχώριστος φίλος με τον Ανδρέα Ζάκο. Παρά το νεαρό της ηλικίας του εντάχθηκε από τους πρώτους στην οργάνωση της ΕΟΚΑ μαζί με τα αδέλφια του και τον πατέρα του. Εντάχθηκε στην ομάδα κρούσεως με αρχηγό τον Μάρκο Δράκο.
Μετά τη σύλληψη του στη διάρκεια της επιχείρησης στο Μερσινάκι, καταδικάστηκε σε θάνατο δια απαγχονισμού , μαζί με τον Ανδρέα Ζάκο. Αντιμετώπισε το θάνατο με εκπληκτική ανδρεία . Αναφέρεται πως ενώ πλησίαζε η ώρα της εκτέλεσής του χόρευε κυπριακούς χορούς φωνάζοντας στους Άγγλους φρουρούς του ότι «οι Έλληνες πεθαίνουν χορεύοντας», ενώ αποχαιρέτησε τους γονείς του λέγοντας «Έχω το θάρρος να πατήσω την αγχόνη, πατέρα. Εσύ, μάνα, να το έχεις ευχαρίστηση και να το κρατείς καύχημα που πεθαίνω για την πατρίδα».

Οι δυο ήρωες Ανδρέας Ζάκος και Μιχαήλ Χαρίλαος με ανδρεία και αποφασιστικότητα απελευθερώνονται από τα δεσμά της σκλαβιάς και περνούν στην αιωνιότητα αγωνιζόμενοι για τη λευτεριά της Πατρίδας. Μέχρι να επέλθει η απελευθέρωση οι ίδιοι είχαν ήδη απελευθερώσει την σκλαβωμένη τους ψυχή…
